- σελλάριος
- ὁ, Α1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σέλα2. κατασκευαστής σελών, σελοποιός3. αξιωματικός τού ιππικού, σελλαριώτης*4. άλογο ιππασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sellarius (< sella, βλ. σέλλα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σελλαριώτης — ὁ, Α αξιωματικός τού ιππικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελλάριος* + ώτης] … Dictionary of Greek